Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


differìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diffeˈrito]

1 παραταθείς (όχι άμεσα πληρωτέος)
2 αναβληθείς
3 δεχόμενος πρόστιμο καθυστέρησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  differita difficile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

differibile (επίθ.)
differimento (ουσ αρσ )
differire (ρ.αμτβ.)
differire (ρ. μτβ.)
differita (θηλ.ουσ)
differito (επίθ.)
difficile (ουσ αρσ )
difficile (επίθ.)
difficilmente (επίρ.)
difficoltà (θηλ.ουσ)
difficoltoso (επίθ.)
diffida (θηλ.ουσ)
diffidare (ρ.αμτβ.)
diffidare (ρ. μτβ.)
diffidente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diffidentemente (επίρ.)
diffidenza (θηλ.ουσ)
diffondere (ρ. μτβ.)
diffondersi (ρ.μ. (αντων.))
difforme (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---