Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


differiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [differiˈmento]

1 μετάθεση
2 μετάθεση για το μέλλον
3 αναβολή
4 αναβολή θητείας
5 αναστολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  differibile differire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

differenziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
differenziato (επίθ.)
differenziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
differenziazione (θηλ.ουσ)
differibile (επίθ.)
differimento (ουσ αρσ )
differire (ρ.αμτβ.)
differire (ρ. μτβ.)
differita (θηλ.ουσ)
differito (επίθ.)
difficile (ουσ αρσ )
difficile (επίθ.)
difficilmente (επίρ.)
difficoltà (θηλ.ουσ)
difficoltoso (επίθ.)
diffida (θηλ.ουσ)
diffidare (ρ.αμτβ.)
diffidare (ρ. μτβ.)
diffidente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
diffidentemente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---