Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


differenziatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [differentsjaˈtore]

1 διαφοριστής
2 αυτός που διαχωρίζει ή διαφορίζει


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  differenziato differenziazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

differenziale (επίθ.)
differenziamento (ουσ αρσ )
differenziare (ρ. μτβ.)
differenziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
differenziato (επίθ.)
differenziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
differenziazione (θηλ.ουσ)
differibile (επίθ.)
differimento (ουσ αρσ )
differire (ρ.αμτβ.)
differire (ρ. μτβ.)
differita (θηλ.ουσ)
differito (επίθ.)
difficile (ουσ αρσ )
difficile (επίθ.)
difficilmente (επίρ.)
difficoltà (θηλ.ουσ)
difficoltoso (επίθ.)
diffida (θηλ.ουσ)
diffidare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---