Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


differenziàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [differenˈtsjale]

το διαφορικό

differenziàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [differenˈtsjale]

διαφορικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  differenziabile differenziamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

diffamazione (θηλ.ουσ)
differente (επίθ.)
differentemente (επίρ.)
differenza (θηλ.ουσ)
differenziabile (επίθ.)
differenziale (ουσ αρσ )
differenziale (επίθ.)
differenziamento (ουσ αρσ )
differenziare (ρ. μτβ.)
differenziarsi (ρ. μ. αμτβ.)
differenziato (επίθ.)
differenziatore (αρσ. επίθ και ουσ)
differenziazione (θηλ.ουσ)
differibile (επίθ.)
differimento (ουσ αρσ )
differire (ρ.αμτβ.)
differire (ρ. μτβ.)
differita (θηλ.ουσ)
differito (επίθ.)
difficile (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---