Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


diféso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [diˈfezo]

1 προφυλαγμένος
2 προστατευμένος
3 οχυρωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  difesa difettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

difensiva (θηλ.ουσ)
difensivo (επίθ.)
difensore (ουσ αρσ )
difensore (επίθ.)
difesa (θηλ.ουσ)
difeso (επίθ.)
difettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
difettivo (ουσ αρσ )
difettivo (επίθ.)
difetto (ουσ αρσ )
difettosità (θηλ.ουσ)
difettoso (επίθ.)
diffalcare (ρ. μτβ.)
diffamare (ρ. μτβ.)
diffamatore (ουσ αρσ )
diffamatorio (επίθ.)
diffamazione (θηλ.ουσ)
differente (επίθ.)
differentemente (επίρ.)
differenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---