Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


difèndere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈfɛndere]

υπερασπίζω

difendersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [diˈfɛndersi]

αμύνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  difatti difendibile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dietro (πρόθ.)
dietro (επίρ.)
dietrofront (ουσ αρσ )
dietrologia (θηλ.ουσ)
difatti (σύνδ.)
difendere (ρ. μτβ.)
difendersi (ρ.μ. (αντων.))
difendibile (επίθ.)
difensiva (θηλ.ουσ)
difensivo (επίθ.)
difensore (ουσ αρσ )
difensore (επίθ.)
difesa (θηλ.ουσ)
difeso (επίθ.)
difettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
difettivo (ουσ αρσ )
difettivo (επίθ.)
difetto (ουσ αρσ )
difettosità (θηλ.ουσ)
difettoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---