Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dietòlogo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [djeˈtɔlogo]

διαιτολόγος (χρησιμοποίησε καλύτερα το dietista)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dietista dietoterapia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dieta (θηλ.ουσ)
dietetica (θηλ.ουσ)
dietetico (επίθ.)
dietimo (ουσ αρσ )
dietista (ουσ αρσ και θηλ.)
dietologo (ουσ αρσ )
dietoterapia (θηλ.ουσ)
dietro (ουσ αρσ )
dietro (επίθ.)
dietro (πρόθ.)
dietro (επίρ.)
dietrofront (ουσ αρσ )
dietrologia (θηλ.ουσ)
difatti (σύνδ.)
difendere (ρ. μτβ.)
difendersi (ρ.μ. (αντων.))
difendibile (επίθ.)
difensiva (θηλ.ουσ)
difensivo (επίθ.)
difensore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---