Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


didiètro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [diˈdjɛtro]

1 πισινός
2 κώλος
3 πίσω μέρος
4 καπούλια ζώου
5 οπίσθιος (πράγματος)
6 οπίσθια
7 κωλομέρια

didiètro  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [diˈdjɛtro]

1 κατόπιν (χρησιμοποίησε καλύτερα το dietro)
2 πίσω (χρησιμοποίησε καλύτερα το dietro)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  didentro didimo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

didattica (θηλ.ουσ)
didattico (αρσ. επίθ και ουσ)
didattismo (ουσ αρσ )
didentro (ουσ αρσ )
didentro (επίρ.)
didietro (ουσ αρσ )
didietro (επίρ.)
didimo (ουσ αρσ )
didimo (επίθ.)
dieci (αρσ. επίθ και ουσ)
diecimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diecimillesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diecina (θηλ.ουσ)
diedro (ουσ αρσ )
dielettricità (θηλ.ουσ)
dielettrico (ουσ αρσ )
dielettrico (επίθ.)
diencefalo (ουσ αρσ )
dieresi (θηλ.ουσ)
diesel (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---