Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


didàtta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [diˈdatta]

δάσκαλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  didascalico didattica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

dicrotismo (ουσ αρσ )
dicroto (επίθ.)
dictafono (ουσ αρσ )
didascalia (θηλ.ουσ)
didascalico (αρσ. επίθ και ουσ)
didatta (ουσ αρσ και θηλ.)
didattica (θηλ.ουσ)
didattico (αρσ. επίθ και ουσ)
didattismo (ουσ αρσ )
didentro (ουσ αρσ )
didentro (επίρ.)
didietro (ουσ αρσ )
didietro (επίρ.)
didimo (ουσ αρσ )
didimo (επίθ.)
dieci (αρσ. επίθ και ουσ)
diecimila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
diecimillesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
diecina (θηλ.ουσ)
diedro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---