Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

brucellòsi (θηλ.ουσ) brùllo (επίθ.)
bruciacchiamento (ουσ αρσ ) brulòtto (ουσ αρσ )
bruciacchiàre (ρ. μτβ.) brùma (θηλ.ουσ)
bruciacchiatùra (θηλ.ουσ) brumàle (επίθ.)
bruciaménto (ουσ αρσ ) brumóso (επίθ.)
bruciàre (ρ.αμτβ.) brùna (θηλ.ουσ)
bruciàre (ρ. μτβ.) brunàstro (επίθ.)
bruciàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.) brunetto (ουσ αρσ )
bruciàta (θηλ.ουσ) bruniménto (ουσ αρσ )
bruciataio (ουσ αρσ ) brunìre (ρ. μτβ.)
bruciatìccio (αρσ. επίθ και ουσ) brunitóio (ουσ αρσ )
bruciàto (ουσ αρσ ) brunitóre (αρσ. επίθ και ουσ)
bruciàto (επίθ.) brunitrìce (θηλ.ουσ)
bruciatóre (ουσ αρσ ) brunitùra (θηλ.ουσ)
bruciatùra (θηλ.ουσ) brùno (ουσ αρσ )
brucìna (θηλ.ουσ) brùno (επίθ.)
brucióre (ουσ αρσ ) brùsca (θηλ.ουσ)
brùco (ουσ αρσ ) bruscaménte (επίρ.)
brùffolo (ουσ αρσ ) bruschézza (θηλ.ουσ)
brùfolo (ουσ αρσ ) bruschinàre (ρ. μτβ.)
brufolóso (επίθ.) bruschìno (ουσ αρσ )
brughièra (θηλ.ουσ) brùsco (αρσ. επίθ και ουσ)
brùgo (ουσ αρσ ) brùscolo (ουσ αρσ )
brulicàme (ουσ αρσ ) brusìo (ουσ αρσ )
brulicàre (ρ.αμτβ.) brustolìno (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: