Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preistòria (θηλ.ουσ) prematùro (ουσ αρσ )
preistòrico (επίθ.) prematùro (επίθ.)
prelatésco (επίθ.) premeditàre (ρ. μτβ.)
prelàto (επίθ.) premeditataménte (επίρ.)
prelatùra (θηλ.ουσ) premeditàto (επίθ.)
prelavàggio (ουσ αρσ ) premeditazióne (θηλ.ουσ)
prelazióne (θηλ.ουσ) prememorizzazióne (θηλ.ουσ)
prelegàto (ουσ αρσ ) premènte (επίθ.)
prelevaménto (ουσ αρσ ) prèmere (ρ. μτβ.)
prelevàre (ρ. μτβ.) premescolato (επίθ.)
prelibàre (ρ. μτβ.) preméssa (θηλ.ουσ)
prelibatézza (θηλ.ουσ) premésso (επίθ.)
prelibàto (επίθ.) preméttere (ρ. μτβ.)
prelièvo (ουσ αρσ ) premiàndo (ουσ αρσ )
preliminàre (ουσ αρσ ) premiàre (ρ. μτβ.)
preliminàre (επίθ.) premiàto (επίθ.)
preliminarménte (επίρ.) premiatóre (ουσ αρσ )
prelògico (επίθ.) premiazióne (θηλ.ουσ)
prelùdere (ρ.αμτβ.) premicàrta (ουσ αρσ )
preludiàre (ρ.αμτβ.) premier (ουσ αρσ και θηλ.)
prelùdio (ουσ αρσ ) première (θηλ.ουσ)
prémaman, pré–maman (επίθ.) premilitàre (θηλ. επίθ και ουσ)
prematrimoniàle (επίθ.) preminènte (επίθ.)
prematuraménte (επίρ.) preminènza (θηλ.ουσ)
prematurità (θηλ.ουσ) prèmio (αρσ. επίθ και ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: