Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premeditàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [premediˈtare]

1 καταρτίζω προσχέδιο
2 σχεδιάζω εκ των προτέρων
3 προσχεδιάζω
4 προμελετώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prematuro premeditatamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prematrimoniale (επίθ.)
prematuramente (επίρ.)
prematurità (θηλ.ουσ)
prematuro (ουσ αρσ )
prematuro (επίθ.)
premeditare (ρ. μτβ.)
premeditatamente (επίρ.)
premeditato (επίθ.)
premeditazione (θηλ.ουσ)
prememorizzazione (θηλ.ουσ)
premente (επίθ.)
premere (ρ. μτβ.)
premescolato (επίθ.)
premessa (θηλ.ουσ)
premesso (επίθ.)
premettere (ρ. μτβ.)
premiando (ουσ αρσ )
premiare (ρ. μτβ.)
premiato (επίθ.)
premiatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---