Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premeditàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [premediˈtato]

1 προσχεδιασμένος
2 προκατασκευασμένος
3 εκ προθέσεως
4 εκούσιος
5 προμελετημένος
6 φτιαχτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premeditatamente premeditazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prematurità (θηλ.ουσ)
prematuro (ουσ αρσ )
prematuro (επίθ.)
premeditare (ρ. μτβ.)
premeditatamente (επίρ.)
premeditato (επίθ.)
premeditazione (θηλ.ουσ)
prememorizzazione (θηλ.ουσ)
premente (επίθ.)
premere (ρ. μτβ.)
premescolato (επίθ.)
premessa (θηλ.ουσ)
premesso (επίθ.)
premettere (ρ. μτβ.)
premiando (ουσ αρσ )
premiare (ρ. μτβ.)
premiato (επίθ.)
premiatore (ουσ αρσ )
premiazione (θηλ.ουσ)
premicarta (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---