Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


premiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preˈmjato]

βραβευμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  premiare premiatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

premessa (θηλ.ουσ)
premesso (επίθ.)
premettere (ρ. μτβ.)
premiando (ουσ αρσ )
premiare (ρ. μτβ.)
premiato (επίθ.)
premiatore (ουσ αρσ )
premiazione (θηλ.ουσ)
premicarta (ουσ αρσ )
premier (ουσ αρσ και θηλ.)
premiere (θηλ.ουσ)
premilitare (θηλ. επίθ και ουσ)
preminente (επίθ.)
preminenza (θηλ.ουσ)
premio (αρσ. επίθ και ουσ)
premistoffa (ουσ αρσ )
premistoppa (ουσ αρσ )
premito (ουσ αρσ )
premitura (θηλ.ουσ)
premolare (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---