Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prelùdio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈludjo]

1 προοίμιο
2 οιωνός
3 πρελούντιο
4 προεισαγωγή
5 προανάκρουσμα
6 πρελούδιο
7 εισαγωγή
8 προμήνυμα
9 προανάκρουση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preludiare premaman, pre–maman  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preliminare (επίθ.)
preliminarmente (επίρ.)
prelogico (επίθ.)
preludere (ρ.αμτβ.)
preludiare (ρ.αμτβ.)
preludio (ουσ αρσ )
premaman, pre–maman (επίθ.)
prematrimoniale (επίθ.)
prematuramente (επίρ.)
prematurità (θηλ.ουσ)
prematuro (ουσ αρσ )
prematuro (επίθ.)
premeditare (ρ. μτβ.)
premeditatamente (επίρ.)
premeditato (επίθ.)
premeditazione (θηλ.ουσ)
prememorizzazione (θηλ.ουσ)
premente (επίθ.)
premere (ρ. μτβ.)
premescolato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---