Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preliminarménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [preliminarˈmente]

1 ως πρώτο βήμα
2 προκαταρκτικά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preliminare prelogico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prelibatezza (θηλ.ουσ)
prelibato (επίθ.)
prelievo (ουσ αρσ )
preliminare (ουσ αρσ )
preliminare (επίθ.)
preliminarmente (επίρ.)
prelogico (επίθ.)
preludere (ρ.αμτβ.)
preludiare (ρ.αμτβ.)
preludio (ουσ αρσ )
premaman, pre–maman (επίθ.)
prematrimoniale (επίθ.)
prematuramente (επίρ.)
prematurità (θηλ.ουσ)
prematuro (ουσ αρσ )
prematuro (επίθ.)
premeditare (ρ. μτβ.)
premeditatamente (επίρ.)
premeditato (επίθ.)
premeditazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---