Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prelibàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preliˈbato]

1 θεσπέσιος
2 νοστιμότατος
3 υπέροχος
4 εκλεκτός
5 εξαιρετικός
6 έξοχος
7 εύγευστος
8 νόστιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prelibatezza prelievo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prelegato (ουσ αρσ )
prelevamento (ουσ αρσ )
prelevare (ρ. μτβ.)
prelibare (ρ. μτβ.)
prelibatezza (θηλ.ουσ)
prelibato (επίθ.)
prelievo (ουσ αρσ )
preliminare (ουσ αρσ )
preliminare (επίθ.)
preliminarmente (επίρ.)
prelogico (επίθ.)
preludere (ρ.αμτβ.)
preludiare (ρ.αμτβ.)
preludio (ουσ αρσ )
premaman, pre–maman (επίθ.)
prematrimoniale (επίθ.)
prematuramente (επίρ.)
prematurità (θηλ.ουσ)
prematuro (ουσ αρσ )
prematuro (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---