Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preliminàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prelimiˈnare]

1 υπόσχεση
2 προϋπόθεση
3 πρόταση συλλογισμού
4 προκαταρκτικό υλικό

preliminàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prelimiˈnare]

1 εισαγωγικός
2 προκριματικός
3 προπαρασκευαστικός
4 προπαιδευτικός
5 προεισαγωγικός
6 προκαταρκτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prelievo preliminarmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prelevare (ρ. μτβ.)
prelibare (ρ. μτβ.)
prelibatezza (θηλ.ουσ)
prelibato (επίθ.)
prelievo (ουσ αρσ )
preliminare (ουσ αρσ )
preliminare (επίθ.)
preliminarmente (επίρ.)
prelogico (επίθ.)
preludere (ρ.αμτβ.)
preludiare (ρ.αμτβ.)
preludio (ουσ αρσ )
premaman, pre–maman (επίθ.)
prematrimoniale (επίθ.)
prematuramente (επίρ.)
prematurità (θηλ.ουσ)
prematuro (ουσ αρσ )
prematuro (επίθ.)
premeditare (ρ. μτβ.)
premeditatamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---