ItalianoGreco


prelatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prelaˈtura]

1 αξίωμα πρελάτου
2 επισκοπική διακυβέρνηση
3 ιεραρχία
4 αρχιεροσύνη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---