Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

panciàta (θηλ.ουσ) Pàne (κύρ.όν. αρσ.)
pancièra (θηλ.ουσ) panegìrico (αρσ. επίθ και ουσ)
pancióne (ουσ αρσ ) panegirìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
panciòtto (ουσ αρσ ) panellènico (επίθ.)
panciùto (επίθ.) panellenìsmo (ουσ αρσ )
panclastìte (θηλ.ουσ) panèllo (ουσ αρσ )
pancóne (ουσ αρσ ) panetterìa (θηλ.ουσ)
pancòtto (ουσ αρσ ) panettière (ουσ αρσ )
pancraziàste (ουσ αρσ ) panétto (ουσ αρσ )
pancràzio (ουσ αρσ ) panettóne (ουσ αρσ )
pàncreas (ουσ αρσ ) paneuropèo (επίθ.)
pancreàtico (επίθ.) pànfilo (ουσ αρσ )
pancreatìna (θηλ.ουσ) panfòrte (ουσ αρσ )
pancreatìte (θηλ.ουσ) panfrùtto (ουσ αρσ )
pancristiàno (επίθ.) pangermanésimo (ουσ αρσ )
pancromàtico (επίθ.) pangermanìsmo (ουσ αρσ )
pànda (ουσ αρσ ) pangermanìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pandemìa (θηλ.ουσ) pangermanìstico (επίθ.)
pandèmico (επίθ.) pangolìno (ουσ αρσ )
pandemònio (ουσ αρσ ) pangrattàto (ουσ αρσ )
pandette (θηλ.ουσ) pània (θηλ.ουσ)
pàndit (ουσ αρσ ) panicàto (επίθ.)
pandòra (θηλ.ουσ) panicatùra (θηλ.ουσ)
pandòro (ουσ αρσ ) pànico (ουσ αρσ )
pàne (ουσ αρσ ) pànico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: