Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oleìfero (επίθ.) olìbano (ουσ αρσ )
oleifìcio (ουσ αρσ ) olièra (θηλ.ουσ)
oleìna (θηλ.ουσ) oligàrca (ουσ αρσ και θηλ.)
oleochìmica (θηλ.ουσ) oligarchìa (θηλ.ουσ)
oleodótto (ουσ αρσ ) oligàrchico (αρσ. επίθ και ουσ)
oleografìa (θηλ.ουσ) oligìsto (ουσ αρσ )
oleogràfico (επίθ.) oligocène (ουσ αρσ )
oleomargarìna (θηλ.ουσ) oligoclàsio (ουσ αρσ )
oleòmetro (ουσ αρσ ) oligoemìa (θηλ.ουσ)
oleorèsina, oleorésina (θηλ.ουσ) oligoèmico (αρσ. επίθ και ουσ)
oleosità (θηλ.ουσ) oligofrenìa (θηλ.ουσ)
oleóso (επίθ.) oligofrènico (αρσ. επίθ και ουσ)
òleum (ουσ αρσ ) oligomineràle (επίθ.)
olezzànte (επίθ.) oligopòlio (ουσ αρσ )
olezzàre (ρ.αμτβ.) oligopolìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
olézzo (ουσ αρσ ) oligopolìstico (επίθ.)
olfattìvo (επίθ.) oligopsònio (ουσ αρσ )
olfàtto (ουσ αρσ ) oligosaccàride (ουσ αρσ )
olfattòmetro (ουσ αρσ ) oligospermìa (θηλ.ουσ)
olfattòrio (επίθ.) oligùria (θηλ.ουσ)
oliàre (ρ. μτβ.) Olìmpia (κύρ.όν. θηλ.)
oliàrio (ουσ αρσ ) olimpìaco (επίθ.)
oliàto (επίθ.) olimpìade (θηλ.ουσ)
oliatóre (ουσ αρσ ) olimpicità (θηλ.ουσ)
oliatùra (θηλ.ουσ) olìmpico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: