Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


olézzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈleddzo]

1 άρωμα
2 μύρο
3 δυσωδία (ειρωνικά)
4 μπόχα (ειρωνικά)
5 κακοσμία (ειρωνικά)
6 μυρωδιά
7 ευοσμία
8 ευωδιά
9 μοσκιά
10 μοσχοβολιά
11 μοσχοβόλημα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olezzare olfattivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oleosità (θηλ.ουσ)
oleoso (επίθ.)
oleum (ουσ αρσ )
olezzante (επίθ.)
olezzare (ρ.αμτβ.)
olezzo (ουσ αρσ )
olfattivo (επίθ.)
olfatto (ουσ αρσ )
olfattometro (ουσ αρσ )
olfattorio (επίθ.)
oliare (ρ. μτβ.)
oliario (ουσ αρσ )
oliato (επίθ.)
oliatore (ουσ αρσ )
oliatura (θηλ.ουσ)
olibano (ουσ αρσ )
oliera (θηλ.ουσ)
oligarca (ουσ αρσ και θηλ.)
oligarchia (θηλ.ουσ)
oligarchico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---