Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoliàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈljato] 1 γρασαρισμένος 2 πασαλειμμένος με γράσο 3 λαδωμένος 4 λαδερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |