Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόoliatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oljaˈtore] 1 γρασαδόρος 2 σύστημα λίπανσης κινητήρα 3 λαδωτήρι 4 λαδερό 5 λαδικό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |