Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oligoclàsio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oligoˈklazjo]

ολιγοκλαστικό ορυκτό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oligocene oligoemia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oligarca (ουσ αρσ και θηλ.)
oligarchia (θηλ.ουσ)
oligarchico (αρσ. επίθ και ουσ)
oligisto (ουσ αρσ )
oligocene (ουσ αρσ )
oligoclasio (ουσ αρσ )
oligoemia (θηλ.ουσ)
oligoemico (αρσ. επίθ και ουσ)
oligofrenia (θηλ.ουσ)
oligofrenico (αρσ. επίθ και ουσ)
oligominerale (επίθ.)
oligopolio (ουσ αρσ )
oligopolista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oligopolistico (επίθ.)
oligopsonio (ουσ αρσ )
oligosaccaride (ουσ αρσ )
oligospermia (θηλ.ουσ)
oliguria (θηλ.ουσ)
Olimpia (κύρ.όν. θηλ.)
olimpiaco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---