Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόolfàtto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [olˈfatto] 1 αίσθηση με την οποία αισθανόμαστε τις οσμές 2 μύρισμα 3 όσφρηση 4 αίσθηση των οσμών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |