Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόolimpicità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [olimpiʧiˈta] 1 ολυμπισμός 2 πνεύμα των ολυμπιακών αγώνων permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |