Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόolìva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [oˈliva] η ελιά olìva επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈliva] 1 ο με χρώμα πράσινο λαδί ζωηρό 2 με χρώμα λαδί permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαolio [αρσ.] d'oliva = το ελαιόλαδο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |