Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


olivéto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oliˈveto]

1 ελαιώνας
2 λιοστάσι
3 ελαιοφυτεία
4 λιόφυτο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oliveta olivicoltore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

olivare (επίθ.)
olivastro (ουσ αρσ )
olivastro (επίθ.)
olivella (θηλ.ουσ)
oliveta (θηλ.ουσ)
oliveto (ουσ αρσ )
olivicoltore (ουσ αρσ )
olivicoltura (θηλ.ουσ)
olivina (θηλ.ουσ)
olivo (ουσ αρσ )
olla (θηλ.ουσ)
olmaia (θηλ.ουσ)
olmeto (ουσ αρσ )
olmio (ουσ αρσ )
olmo (ουσ αρσ )
olocausto (αρσ. επίθ και ουσ)
olocene (ουσ αρσ )
olocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
olocristallino (επίθ.)
oloedrico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---