Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόolivàstro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oliˈvastro] άγρια ελιά Olea europaea oleaster olivàstro επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oliˈvastro] 1 ο με χρώμα πράσινο λαδί ζωηρό 2 ελαιόχρωμος 3 με χρώμα λαδί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |