Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔlla]

1 βάζο
2 δοχείο
3 πήλινο σκεύος μαγειρικής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olivo olmaia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oliveto (ουσ αρσ )
olivicoltore (ουσ αρσ )
olivicoltura (θηλ.ουσ)
olivina (θηλ.ουσ)
olivo (ουσ αρσ )
olla (θηλ.ουσ)
olmaia (θηλ.ουσ)
olmeto (ουσ αρσ )
olmio (ουσ αρσ )
olmo (ουσ αρσ )
olocausto (αρσ. επίθ και ουσ)
olocene (ουσ αρσ )
olocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
olocristallino (επίθ.)
oloedrico (επίθ.)
olofrastico (επίθ.)
olografia (θηλ.ουσ)
olografo (επίθ.)
ologramma (ουσ αρσ )
olometabolismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---