Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ològrafo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈlɔgrafo]

1 ολογραφικός
2 ολόγραφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  olografia ologramma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

olocenico (αρσ. επίθ και ουσ)
olocristallino (επίθ.)
oloedrico (επίθ.)
olofrastico (επίθ.)
olografia (θηλ.ουσ)
olografo (επίθ.)
ologramma (ουσ αρσ )
olometabolismo (ουσ αρσ )
olometabolo (επίθ.)
olona (θηλ.ουσ)
oloturia (θηλ.ουσ)
oltraggiabile (επίθ.)
oltraggiamento (ουσ αρσ )
oltraggiare (ρ. μτβ.)
oltraggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oltraggio (ουσ αρσ )
oltraggiosamente (επίρ.)
oltraggioso (επίθ.)
oltralpe (επίρ.)
oltramontano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---