Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oltraggiatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [oltradʤaˈtore]

1 ατσαλόστομος
2 δράστης
3 βλάστημος
4 βιαστής
5 προπηλακιστής
6 κακεργέτης
7 συκοφάντης
8 παραβάτης
9 υβριστής
10 αδικών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oltraggiare oltraggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

olona (θηλ.ουσ)
oloturia (θηλ.ουσ)
oltraggiabile (επίθ.)
oltraggiamento (ουσ αρσ )
oltraggiare (ρ. μτβ.)
oltraggiatore (αρσ. επίθ και ουσ)
oltraggio (ουσ αρσ )
oltraggiosamente (επίρ.)
oltraggioso (επίθ.)
oltralpe (επίρ.)
oltramontano (επίθ.)
oltranzismo (ουσ αρσ )
oltranzista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oltranzistico (επίθ.)
oltrarno (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltrecortina (επίρ.)
oltremanica (επίρ.)
oltremare (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---