Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


óltre  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈoltre]

1 εχτός
2 (al di là) πέρα
3 (più di) πάνω
4 (in aggiunta) επιπλέον

óltre  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈoltre]

(più in là) παραπέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oltrarno oltrecortina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oltramontano (επίθ.)
oltranzismo (ουσ αρσ )
oltranzista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
oltranzistico (επίθ.)
oltrarno (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltre (επίρ.)
oltrecortina (επίρ.)
oltremanica (επίρ.)
oltremare (ουσ αρσ )
oltremare (επίρ.)
oltremarino (επίθ.)
oltremisura (επίρ.)
oltremodo (επίρ.)
oltremondano (επίθ.)
oltremontano (επίθ.)
oltreoceano (ουσ αρσ )
oltrepassabile (επίθ.)
oltrepassare (ρ. μτβ.)
oltretomba (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---