Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


oltremòdo  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [,oltreˈmɔdo]

1 υπερβολικά
2 υπερμέτρως
3 πέρα από κάθε μέτρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  oltremisura oltremondano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oltremanica (επίρ.)
oltremare (ουσ αρσ )
oltremare (επίρ.)
oltremarino (επίθ.)
oltremisura (επίρ.)
oltremodo (επίρ.)
oltremondano (επίθ.)
oltremontano (επίθ.)
oltreoceano (ουσ αρσ )
oltrepassabile (επίθ.)
oltrepassare (ρ. μτβ.)
oltretomba (ουσ αρσ )
omaccio (ουσ αρσ )
omaccione (ουσ αρσ )
omaggio (ουσ αρσ )
omaggio (επίθ.)
omaro (ουσ αρσ )
ombelicale (επίθ.)
ombelicato (επίθ.)
ombelico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---