Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òmaro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔmaro]

αστακός Homarus vulgaris


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omaggio ombelicale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oltretomba (ουσ αρσ )
omaccio (ουσ αρσ )
omaccione (ουσ αρσ )
omaggio (ουσ αρσ )
omaggio (επίθ.)
omaro (ουσ αρσ )
ombelicale (επίθ.)
ombelicato (επίθ.)
ombelico (ουσ αρσ )
ombra (θηλ.ουσ)
ombrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ombratile (επίθ.)
ombratura (θηλ.ουσ)
ombreggiamento (ουσ αρσ )
ombreggiare (ρ. μτβ.)
ombreggiato (επίθ.)
ombreggiatura (θηλ.ουσ)
ombrella (θηλ.ουσ)
ombrellaio (ουσ αρσ )
ombrellata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---