Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ombelicàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ombeliˈkato]

1 ομφαλωτός
2 ο με αφαλό
3 ο σε σχήμα αφαλού
4 ομφαλοειδής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ombelicale ombelico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omaccione (ουσ αρσ )
omaggio (ουσ αρσ )
omaggio (επίθ.)
omaro (ουσ αρσ )
ombelicale (επίθ.)
ombelicato (επίθ.)
ombelico (ουσ αρσ )
ombra (θηλ.ουσ)
ombrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ombratile (επίθ.)
ombratura (θηλ.ουσ)
ombreggiamento (ουσ αρσ )
ombreggiare (ρ. μτβ.)
ombreggiato (επίθ.)
ombreggiatura (θηλ.ουσ)
ombrella (θηλ.ουσ)
ombrellaio (ουσ αρσ )
ombrellata (θηλ.ουσ)
ombrellifere (θηλ. ουσ πληθ.)
ombrellificio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---