Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈmadʤo]

η δωρεά, η προσφορά

omàggio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [oˈmadʤo]

δωρεάν


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omaccione omaro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

oltrepassabile (επίθ.)
oltrepassare (ρ. μτβ.)
oltretomba (ουσ αρσ )
omaccio (ουσ αρσ )
omaccione (ουσ αρσ )
omaggio (ουσ αρσ )
omaggio (επίθ.)
omaro (ουσ αρσ )
ombelicale (επίθ.)
ombelicato (επίθ.)
ombelico (ουσ αρσ )
ombra (θηλ.ουσ)
ombrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ombratile (επίθ.)
ombratura (θηλ.ουσ)
ombreggiamento (ουσ αρσ )
ombreggiare (ρ. μτβ.)
ombreggiato (επίθ.)
ombreggiatura (θηλ.ουσ)
ombrella (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---