Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόomàggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈmadʤo] η δωρεά, η προσφορά omàggio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [oˈmadʤo] δωρεάν permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |