Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόombreggiàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ombredˈʤato] 1 που προκαλεί σκιά 2 σκιασμένος 3 σκιερός 4 που βρίσκεται σε σκιά 5 απόσκιος 6 κατάσκιος 7 αδιαφανής 8 σκοταδερός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |