Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόombrellàta
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ombrelˈlata] 1 χτύπημα με ομπρέλα 2 ομπρελιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |