Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omelette  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [omeˈlɛt]

οι κρέπες (f.)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omega omelia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ombrinale (ουσ αρσ )
ombrometro (ουσ αρσ )
ombrosità (θηλ.ουσ)
ombroso (επίθ.)
omega (ουσ αρσ και θηλ.)
omelette (θηλ.ουσ)
omelia (θηλ.ουσ)
omeliario (ουσ αρσ )
omelista (ουσ αρσ )
omentale (επίθ.)
omento (ουσ αρσ )
omeomorfismo (ουσ αρσ )
omeomorfo (επίθ.)
omeopata (ουσ αρσ και θηλ.)
omeopatia (θηλ.ουσ)
omeopatico (επίθ.)
omeopatista (ουσ αρσ και θηλ.)
omeotermia (θηλ.ουσ)
omeotermo (επίθ.)
omerale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---