Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omeòpata  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [omeˈɔpata]

ο/η ομοιοπαθητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omeomorfo omeopatia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omelista (ουσ αρσ )
omentale (επίθ.)
omento (ουσ αρσ )
omeomorfismo (ουσ αρσ )
omeomorfo (επίθ.)
omeopata (ουσ αρσ και θηλ.)
omeopatia (θηλ.ουσ)
omeopatico (επίθ.)
omeopatista (ουσ αρσ και θηλ.)
omeotermia (θηλ.ουσ)
omeotermo (επίθ.)
omerale (επίθ.)
omerico (επίθ.)
omerista (ουσ αρσ και θηλ.)
omero (ουσ αρσ )
omertà (θηλ.ουσ)
omettere (ρ. μτβ.)
ometto (ουσ αρσ )
omiciattolo (ουσ αρσ )
omicida (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---