Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


òmero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈɔmero]

ο Όμηρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omerista omertà  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omeotermia (θηλ.ουσ)
omeotermo (επίθ.)
omerale (επίθ.)
omerico (επίθ.)
omerista (ουσ αρσ και θηλ.)
omero (ουσ αρσ )
omertà (θηλ.ουσ)
omettere (ρ. μτβ.)
ometto (ουσ αρσ )
omiciattolo (ουσ αρσ )
omicida (ουσ αρσ και θηλ.)
omicidio (ουσ αρσ )
omicron (ουσ αρσ και θηλ.)
omileta (ουσ αρσ )
omiletica (θηλ.ουσ)
omiletico (επίθ.)
omiliario (ουσ αρσ )
ominidi (ουσ αρσ πληθ.)
omino (ουσ αρσ )
omissibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---