Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ométto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [oˈmetto]

1 ανθρωπάκος
2 ανθρωπάκι
3 κρεμαστάρι
4 κρεμάστρα
5 κορύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omettere omiciattolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omerico (επίθ.)
omerista (ουσ αρσ και θηλ.)
omero (ουσ αρσ )
omertà (θηλ.ουσ)
omettere (ρ. μτβ.)
ometto (ουσ αρσ )
omiciattolo (ουσ αρσ )
omicida (ουσ αρσ και θηλ.)
omicidio (ουσ αρσ )
omicron (ουσ αρσ και θηλ.)
omileta (ουσ αρσ )
omiletica (θηλ.ουσ)
omiletico (επίθ.)
omiliario (ουσ αρσ )
ominidi (ουσ αρσ πληθ.)
omino (ουσ αρσ )
omissibile (επίθ.)
omissione (θηλ.ουσ)
omnibus (αρσ. επίθ και ουσ)
omnicomprensivo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---