Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόométto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [oˈmetto] 1 ανθρωπάκος 2 ανθρωπάκι 3 κρεμαστάρι 4 κρεμάστρα 5 κορύνη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |