Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόomicìdio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [omiˈʧidjo] ο φόνος, η δολοφονία permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcommettere un omicidio = διαπράττω ανθρωποκτονία || tentato omicidio [αρσ.] = η απόπειρα δολοφονίας Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |