Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


omeotermìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [omeoterˈmia]

ομοιοθερμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  omeopatista omeotermo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omeomorfo (επίθ.)
omeopata (ουσ αρσ και θηλ.)
omeopatia (θηλ.ουσ)
omeopatico (επίθ.)
omeopatista (ουσ αρσ και θηλ.)
omeotermia (θηλ.ουσ)
omeotermo (επίθ.)
omerale (επίθ.)
omerico (επίθ.)
omerista (ουσ αρσ και θηλ.)
omero (ουσ αρσ )
omertà (θηλ.ουσ)
omettere (ρ. μτβ.)
ometto (ουσ αρσ )
omiciattolo (ουσ αρσ )
omicida (ουσ αρσ και θηλ.)
omicidio (ουσ αρσ )
omicron (ουσ αρσ και θηλ.)
omileta (ουσ αρσ )
omiletica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---