Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόombrellàio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ombrelˈlajo] 1 κατασκευαστής ομπρελών 2 επισκευαστής ομπρελών 3 πωλητής ομπρελών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |