Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόombrellìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ombrelˈlino] 1 παρασόλι 2 τέντα σκιάς 3 σκιάδα 4 ομπρέλα του ήλιου 5 ομπρελίτσα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |