Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ombrèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [omˈbrɛlla]

σκιάδιο (είδος ταξιανθίας)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ombreggiatura ombrellaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ombratura (θηλ.ουσ)
ombreggiamento (ουσ αρσ )
ombreggiare (ρ. μτβ.)
ombreggiato (επίθ.)
ombreggiatura (θηλ.ουσ)
ombrella (θηλ.ουσ)
ombrellaio (ουσ αρσ )
ombrellata (θηλ.ουσ)
ombrellifere (θηλ. ουσ πληθ.)
ombrellificio (ουσ αρσ )
ombrellino (ουσ αρσ )
ombrello (ουσ αρσ )
ombrellone (ουσ αρσ )
ombretto (ουσ αρσ )
ombrinale (ουσ αρσ )
ombrometro (ουσ αρσ )
ombrosità (θηλ.ουσ)
ombroso (επίθ.)
omega (ουσ αρσ και θηλ.)
omelette (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---