Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ombràre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [omˈbrare]

1 ισκιώνω
2 αναπαριστώ σκιές (σε πίνακα)
3 αλλάζω σταδιακά απόχρωση
4 σκιάζω
5 επισκιάζω
6 ρίχνω σκιά
7 κατασκιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ombra ombratile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

omaro (ουσ αρσ )
ombelicale (επίθ.)
ombelicato (επίθ.)
ombelico (ουσ αρσ )
ombra (θηλ.ουσ)
ombrare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ombratile (επίθ.)
ombratura (θηλ.ουσ)
ombreggiamento (ουσ αρσ )
ombreggiare (ρ. μτβ.)
ombreggiato (επίθ.)
ombreggiatura (θηλ.ουσ)
ombrella (θηλ.ουσ)
ombrellaio (ουσ αρσ )
ombrellata (θηλ.ουσ)
ombrellifere (θηλ. ουσ πληθ.)
ombrellificio (ουσ αρσ )
ombrellino (ουσ αρσ )
ombrello (ουσ αρσ )
ombrellone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---